-
1 κατακρατεω
1) одолевать, побеждать(τινος Arst., Polyb.)
τῷ οὐνόματι κ. Her. — получать перевес в имени (о римск. Пеней, которая одна сохраняет свое название после слияния с другими реками)2) овладевать, владеть(τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου Polyb.)
3) преодолевать, сдерживать, подавлять(διὰ βάρος τὸν τῆς ζέσεως ἐπιπολασμόν Arst.; ὀργῆς Plut.)
4) усваивать, переваривать
См. также в других словарях:
Póntico — Ρωμαίικα, Ποντιακά Hablado en Grecia[1] … Wikipedia Español
Pontic Greek — language name=Pontic Greek nativename=Ποντιακά, Ρωμαίικα familycolor=Indo European states=Greece, Russia, Ukraine, Georgia, Kazakhstan, Turkey, Germany, The Netherlands region=Southeastern Europe speakers=324,535 fam2=Greek fam3=Koine… … Wikipedia
Pontische Sprache — Pontisch (ποντιακά) Gesprochen in Aserbaidschan, Deutschland, Georgien, Griechenland, Kanada, Kasachstan, Türkei, Russland, Ukraine, USA Sprecher 324.535 Ling … Deutsch Wikipedia
Rumca — Pontisch (ποντιακά) Gesprochen in Aserbaidschan, Deutschland, Georgien, Griechenland, Kanada, Kasachstan, Türkei, Russland, Ukraine, USA Sprecher 324.535 Linguisti … Deutsch Wikipedia
Grec Pontique — Ποντιακά, Ρωμαίικα Parlée en Grèce, Russie, Ukraine, Géorgie, Kazakhstan, Turquie, Allemagne Région Sud est de l’Europe Nombre de locuteurs 324 535 Typologie SVO … Wikipédia en Français
Grec pontique — Cet article concerne la langue grecque pontique. Pour le peuple grec pontique, voir Pontiques. Grec pontique Ποντιακά, Ρωμαίικα Parlée en Grèce, Russie, Ukraine, Géorgie, Kazakhstan, Turquie … Wikipédia en Français
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek
λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek